Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
τὰ στέμματα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
στέμματα — στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμαθ' — στέμματα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl στέμματι , στέμμα wreath neut dat sg στέμματε , στέμμα wreath neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματ' — στέμματα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl στέμματι , στέμμα wreath neut dat sg στέμματε , στέμμα wreath neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
εραλδική — Ο κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με τη μελέτη των οικοσήμων. Η χρήση των οικοσήμων ως διακριτικών εμβλημάτων ομάδων, στρατιωτών, κρατών κλπ. έχει πανάρχαια προέλευση. Πληροφορίες γι’ αυτή βρίσκουμε στους ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαίας… … Dictionary of Greek
ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… … Dictionary of Greek
ЖЕРТВА — • Sacrificĭa. В обширном смысле под Ж. разумеется всякое приношение богам, которым выражается или зависимость от них, или свидетельство благоговения и благодарности к ним или посредством которого желают приобрести божественную милость … Реальный словарь классических древностей
Ветви — • Κλάδοι ίκετήριοι, обыкновенно στέμματα, также θαλλοί или φυλλάδες ίκετ, у римлян iufulae или vittae, назывались ветви в руках или венки на головах умоляющих о защите, перевитые иногда белыми шерстяными повязками; ср. Infula, Инфула … Реальный словарь классических древностей
PAPAVER — in honore apud Romanos fuit semper, ut indicio est Tarquinius Superbus, qui Legatis a filio missis decutiendo papavera in horto altissima, sanguinarium illul responsum hâc facti ambage reddidit, Plin. l. 19. c. 8. Cuius caput, florem, folia,… … Hofmann J. Lexicon universale
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
επικαταδαρθάνω — ἐπικαταδαρθάνω (Α) αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek